level off



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
level off vi phrasal (become even, stable)σταθεροποιούμαι ρ αμ
 The population of the world is expected to grow to about 9 billion, but then to level off.
 Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί ως τα 9 δισεκατομμύρια περίπου, στη συνέχεια όμως θα σταθεροποιηθεί.
level [sth] off,
level off [sth]
vtr phrasal sep
(make even)ισιώνω ρ αμ
 Mark used sandpaper to level off the surface of the wood.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση level off στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «level off».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!